ὀρνυω

ὀρνυω
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)
a act.
I rouse, awaken met.

κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102

οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86

πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23

Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.
II incite, prompt

ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29

Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

c. inf.,

ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24

τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12

Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170
III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε

χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71

b med.
I rise up and go, sally out

ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66

αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134

c. inf.,

ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62

II speed, rushβέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενονP. 4.91
III met., start up, begin

ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34

c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8
d ]

ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρνύω — ὄρνυμι ṛṇóti pres subj act 1st sg ὄρνυμι ṛṇóti pres subj act 1st sg ὄρνυμι ṛṇóti pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”